- ὑποβλέπει
- ὑποβλέπωlook up from underpres ind mp 2nd sgὑποβλέπωlook up from underpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβλέπω — ὑποβλέπω ΝΜΑ λοξοκοιτάζω, βλέπω κάποιον με υποψία ή με δυσπιστία και φθόνο (α. «συνεχώς μέ υποβλέπει» β. «οἱ στρατιῶται ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῡντα σφῶν», Πλάτ.) νεοελλ. εποφθαλμιώ κάτι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι (α. «υποβλέπει την περιουσία … Dictionary of Greek
χολώδης — ες / χολώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χόλος/χολή] 1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.) 2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή,… … Dictionary of Greek